ορμειά

ορμειά
ὁρμειά, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ορμιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁρμειαί — ὁρμειά fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα …   Dictionary of Greek

  • χὠρμειήν — ὁρμειήν , ὁρμειά fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”